Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰς παρειάς

См. также в других словарях:

  • PAREUS serpens — διὰ τὸ παρειὰς μείζους ἔχειν dictus, vel παρὰ τὸ ἐπῆρςθαι τὰς παρειὰς, quod maxillas habeat inflatiores et maiores, raro mordet, neque fere unquam laedit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHUCARUM seu PHUCARIUM — PHUCARUM, seu PHUCARIUM φούκαρον vel φουκάριον, infimae Graeciae, fucus mulierum est; a voce prisca φῦκος, quâ nonnulli algam marinam puniceam intelligunt, eamque a feminisad fucum genis indendum adhibitam esse existimant. Sed hos Dioscorides… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • FUCUS — in Mimiambis C. Mattii apud A. Gell. l. 20. c. 9. Iam tonsiles tapetes ebrii fuco, Quos concha purpur a imbuens venenavit. Et Horat. Carm. l. 3. Od. 5. v. 27. Neque amissos colores Lana refert medicata fuco. Ex Graeco φῦκος, nomen herbae marinae …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξογκώνω — (AM ἐξογκῶ, όω) 1. αυξάνω τον όγκο κάποιου, πρήζω, φουσκώνω («ἐξογκοῑ τὰς παρειάς», Τζέτζ) 2. μέσ. υπερηφανεύομαι νεοελλ. παρουσιάζω κάτι εξογκωμένο, υπερβολικά μεγαλύτερο ή σπουδαιότερο από ό,τι πραγματικά είναι …   Dictionary of Greek

  • ξυρίας — ξυρίας, ὁ (Α) (για ηθοποιό τής τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν ξυρίας πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες, ὄγκος δὲ ἐστι τὸ ὑπέρ τὸ πρόσωπον ἀνέχον εἰς ὕψος λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ γένειον ἐν χρῷ κουρίας… …   Dictionary of Greek

  • υπανεμώ — όω, Α (κυρίως μτφ.) πνέω απαλά πάνω σε κάτι («καί πως ἔρωτι τὰς παρειὰς ὑπηνέμωσε», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνεμῶ (< ἄνεμος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλώ — (I) άω, Ν βλ. φιλώ (II). (II) φιλῶ, έω, ΝΜΑ, και φιλώ, άω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α [φίλος] 1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῑν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • χρώννυμι — και χρωννύω, ΜΑ 1. χρωματίζω, βάφω, προσδίδω χρώμα σε κάτι (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», Λουκιαν. β. «τεχνητὸν ἔρευθος αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.) 2. μτφ. (σχετικά με λόγο) προσδίδω ιδιαιτερότητα στο ύφος («εἶτα ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»